- εκδρομέας
- και εκδρομεύς, οαυτός που συμμετέχει σε εκδρομή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εκδρομέας — ο αυτός που κάνει εκδρομές, που συμμετέχει σε εκδρομές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κάμπινγκ — (αγγλ. camping). Είδος τουρισμού κατά το οποίο η εγκατάσταση γίνεται σε σκηνές, τροχόσπιτα και άλλα κινητά καταλύματα για μικρό ή μεγάλο χρονικό διάστημα. Ο όρος χρησιμοποιείται διεθνώς, τόσο για τον τρόπο όσο και για τον χώρο διαμονής. Η… … Dictionary of Greek